- ωτοκόπτης
- ο ножницы для подрезания кончиков ушей у животных (коз и овец)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωτοκόπτης — ο, Ν ειδικό ψαλίδι με το οποίο κόβουν το άνω άκρο από τα αφτιά τών ζώων και, ιδίως, τών αιγοπροβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κόπτης (< κόβω), πρβλ. νυχο κόπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek